αλεξίβροχος

αλεξίβροχος
ος , ον уст. непромокаемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλεξίβροχος" в других словарях:

  • αλεξίβροχος — η, ο 1. αυτός που προφυλάσσει από τη βροχή, που δεν τόν διαπερνά η βροχή, ο αδιάβροχος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) το αλεξίβροχο το αλεξιβρόχιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεξι * (< ἀλέξω) + βροχή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»